- είλη
- (I)εἴλη, η (Α)ίλη (ιππικού).————————(II)εἴλη, η (Α)1. η θερμότητα τού ήλιου2. άχυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < *Fhelā < *hFelā) με προθηματικό φωνήεν (*e-Fhέλā). Ο τύπος *Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο *swelā (πρβλ. αλέα ΙΙ*) < ΙΕ ρίζα *swel- «σιγοκαίω», που εμφανίζεται στη γερμανική και βαλτική γλώσσαπρβλ. αγγλοσαξ. sweban, νεώτερο γερμ. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι»).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ειληθερής, ειλικρινής, ειλόπεδον. (Β' συνθετικό) άειλος, εύειλος, ημίειλος, πρόσειλος].
Dictionary of Greek. 2013.